προενέδρα

προενέδρα
ἡ, Α
ενέδρα που έχει στηθεί εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προενέδραις — προενέδρα ambush fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προδοκή — ἡ, Α 1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”